- Υακίνθιος
- και κρητ. τ. Βακίνθιος και Fακίνθιος, ὁ, Α [Ὑάκινθος]1. (στη Ρόδο και στη Θήρα) ονομασία τού μήνα Εκατομβαιώνος*2. ονομασία μήνα σε διάφορες δωρικές περιοχές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὑακίνθιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑακινθίοις — Ὑακίνθια neut dat pl Ὑακίνθιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑακινθίων — Ὑακίνθια neut gen pl Ὑακίνθιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)